- στειρωτικός
- η , ό[ν] вызывающий бесплодие, относящийся к бесплодию;
στειρωτική εγχείρηση — оскопление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στειρωτική εγχείρηση — оскопление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στειρωτικός — ή, ό / στειρωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στεφῶ, ώνω] αυτός που αναφέρεται στην στείρωση ή που προκαλεί στείρωση … Dictionary of Greek
στειρωτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί στείρωση: Πήρε στειρωτικά φάρμακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στειρωτικαί — στειρωτικός making barren fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στειρωτική — στειρωτικός making barren fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χημειοστειρωτικός — ή, ό, Ν το ουδ. ως ουσ. το χημειοστειρωτικό (βιολ. βιοχ.) κάθε χημική ένωση που χρησιμοποιείται κατά τών βλαβερών ζώων, συνήθως εντόμων, καθώς επιφέρει προσωρινή ή μόνιμη στείρωση τού ενός ή και τών δύο φύλων ή επειδή αποτρέπει την ωρίμαση τών… … Dictionary of Greek