στειρωτικός

στειρωτικός
η , ό[ν] вызывающий бесплодие, относящийся к бесплодию;

στειρωτική εγχείρηση — оскопление


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "στειρωτικός" в других словарях:

  • στειρωτικός — ή, ό / στειρωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στεφῶ, ώνω] αυτός που αναφέρεται στην στείρωση ή που προκαλεί στείρωση …   Dictionary of Greek

  • στειρωτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί στείρωση: Πήρε στειρωτικά φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στειρωτικαί — στειρωτικός making barren fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στειρωτική — στειρωτικός making barren fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χημειοστειρωτικός — ή, ό, Ν το ουδ. ως ουσ. το χημειοστειρωτικό (βιολ. βιοχ.) κάθε χημική ένωση που χρησιμοποιείται κατά τών βλαβερών ζώων, συνήθως εντόμων, καθώς επιφέρει προσωρινή ή μόνιμη στείρωση τού ενός ή και τών δύο φύλων ή επειδή αποτρέπει την ωρίμαση τών… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»